σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις

σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
σπερμ-ᾰγοραιολεκῐθο-λᾰχᾰνό-πωλις, ιδος, ,
A green-grocery-market-woman, Ar.Lys. 457.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α πωλήτρια σιτηρών, οσπρίων και λάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + ἀγοραῖος (< ἀγορά) + λέκιθος + λάχανον + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”